ὑπερεσπούδασται

ὑπερεσπούδασται
ὑπερσπουδάζω
take exceedingly great pains
perf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπερσπουδάζω — ΜΑ [σπουδάζω] μσν. (το γ εν. πρόσ. παθ. παρακμ. με δοτ. και αιτ.) ὑπερεσπούδασταί τινί τι υπερβολικές φροντίδες έχουν καταβληθεί για κάτι αρχ. καταβάλλω πολλούς κόπους και φροντίδες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”